Λίζα Πίνχας
Η Λίζα Πίνχας, Ελληνοεβραία από τη Θεσσαλονίκη, μας διηγείται με ενάργεια τις εμπειρίες της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Η Λίζα Μάνο Πίνχας γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, τη λεγόμενη Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, σε μια εύπορη εβραϊκή οικογένεια. Ήταν κόρη του καπνεμπόρου Γιεσούα Ιωσήφ Μάνο και της Μαζαλτώβ, το γένος Μποχώρ Ματαράσσο. Είχε οκτώ αδέλφια (κατά ηλιακή σειρά): Σαρίνα, Ιωσήφ (Πέπο), Ραχήλ, Ισαάκ, Ελεονόρα, Μαρσέλ, Αντέλ, Μαρί. Η οικογένειά της ανήκε στη σεφαραδίτικη κοινότητα που χρησιμοποιούσε την Λαντίνο ως γλώσσα επικοινωνίας και απαρτιζόταν από 50.000 μέλη. Όπως και πολλές εβραιοπούλες της εποχής, έτσι και η Λίζα φοίτησε στην Alliance Israélite Universelle της Θεσσαλονίκης, όπου έμαθε τέλεια τη γαλλική γλώσσα. Αμέσως μετά την αποφοίτηση της έδειξε την επιχειρηματική της ικανότητα, διευθύνοντας στη Θεσσαλονίκη υποκατάστημα του Οίκου Γουναρικών Σιστοβάρη. Στις 2 Ιουλίου 1939 παντρεύτηκε τον έμπορο Ντάριο Σολομών Πίνχας. Το 1942 δημιούργησε και το δικό της κατάστημα κατασκευής και εμπορίας γουναρικών επί της οδού Τσιμισκή 35, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, έχοντας ίσως την ψευδαίσθηση ότι η επαγγελματική ζωή υπό γερμανική κατοχή μπορούσε να κυλήσει ομαλά.
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1943 η οικογένεια Πίνχας εκδιώχθηκε από το σπίτι της, κατασχέθηκε η περιουσία της, και στη συνέχεια εγκλείστηκε στο διαμετακομιστικό στρατόπεδο του Μπαρόν Χιρς. Στις 7 Απριλίου 1943, η Λίζα, 27 ετών τότε, συμπεριλήφθηκε μαζί με την οικογένειά της στην όγδοη σιδηροδρομική αποστολή, που μετέφερε υπό απάνθρωπες συνθήκες Θεσσαλονικιούς Εβραίους στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου της κατεχόμενης Πολωνίας. Εκεί, αφού πέρασε πολλές φορές ξυστά από τον θάνατο, επιλέχθηκε για το Κομάντο Κάναντα, την ομάδα δηλαδή εργασίας του στρατοπέδου που πακέταραν τα προσωπικά αντικείμενα των εκτοπισμένων. Η δεξιότητα που είχε αποκτήσει χάρη στη επαγγελματική της δραστηριότητα μαζί με το στρατηγικό στόχο προστασίας της αδελφής της και άλλων συγκρατούμενων της συνέβαλαν στο να επιβιώσει μέχρι την απελευθέρωση.
Η Λίζα με την αδελφή της επιβίωσαν και της φρικιαστικής «πορείας θανάτου», μετά από την οποία βρέθηκαν στα στρατόπεδα του Ράβενσμπουργκ και Ρέχλιν, έως την απελευθέρωση τους από τους Σοβιετικούς, στις 30 Απριλίου 1945. Από την στενή της οικογένεια, δολοφονήθηκαν οι γονείς, ο σύζυγος και τα περισσότερα αδέλφια της. Διασώθηκαν μόνο εκείνη, η αδερφή της Μαρί, αλλά και η αδερφή τους Αντέλ, η οποία πριν τον εκτοπισμό είχε φυγαδευτεί στην Αθήνα και βαπτιστεί Χριστιανή για να γλιτώσει.
Η Λίζα επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Ξεκίνησε αμέσως να γράφει τα απομνημονεύματά της από τη ζωή του στρατοπέδου. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της πολιτισμικής της ταυτότητας. Η οικογενειακή της γλώσσα είναι τα Λαντίνο, στο στρατόπεδο παρουσιαζόταν αλλά και γινόταν αντιληπτή ως Ελληνίδα, σε τουλάχιστον μία περίσταση τα άπταιστα γαλλικά της αποδεικνύονται σωτήρια και τελικά αποφασίζει να γράψει τα απομνημονεύματά της στα γαλλικά. Η Λίζα Πίνχας πρωτοστάτησε στη διάσωση της μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος και υπήρξε κεντρική ομιλήτρια στις επιμνημόσυνες κοινοτικές εκδηλώσεις στις δεκαετίες 1950 και 1960.
Έφυγε από την ζωή στις 11 Ιανουαρίου 1980 και ενταφιάστηκε στο Εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης. Η ανιψιά της, Νανά Μαζαλτώβ Μωυσή, παρέδωσε το αδημοσίευτο αρχείο της θείας της στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, το οποίο το 2014 εξέδωσε σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά. Το 2023 επακολούθησε δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση στην ελληνική γλώσσα.